- ομηρικός
- -ή, -ό (Α ὁμηρικός, -ή, -όν) [Όμηρος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Όμηρο («ομηρικά έπη»)2. αυτός που απαντά στην ποίηση τού Ομήρου ή αυτός που γίνεται σύμφωνα με τον τρόπο τού Ομήρου (α. «ομηρικοί ήρωες» β. «τῶν νεωτέρων καινοτομούντων... παρὰ τὰς ὁμηρικὰς ἀποφάσεις», Στράβ.)3. φρ. α) «ομηρικά έπη» — τα έπη τής Ιλιάδας και τής Οδύσσειας τα οποία αποδίδονται στον Όμηρο, που έζησε πιθανώς τον 8ο π.Χ. αιώνα, και τα οποία αναφέρονται σε «κλέα ανδρών» οι οποίοι έζησαν και έδρασαν κατά τον τρωικό πόλεμο αλλά και μετά από αυτόνβ) «ομηρικοί ύμνοι»34. ποιήματα τα οποία είχαν συντεθεί προς τιμήν τού Πυθίου και τού Δηλίου Απόλλωνος, τού Ερμού, τής Αφροδίτης και τής Δήμητρος και που αποτελούσαν προοίμια με τα οποία οι ραψωδοί άρχιζαν την απαγγελία τών ομηρικών επώννεοελλ.φρ. α) «ομηρικό ζήτημα» ή «ομηρικό πρόβλημα»i) φιλολογικό πρόβλημα που αφορά την καταγωγή τών ομηρικών επών, δηλαδή αν πραγματικά ήταν έργα τού Ομήρου, και με τον τρόπο τής σύνθεσής τους, δηλαδή αν αποτελούν αυτοτελή έργα ή συρραφή πολλών μικρότερων έργων από έναν ή περισσότερους ποιητέςii) μτφ. κάθε θορυβώδης και ατέλειωτη συζήτησηβ) «ομηρικός γέλως» — θορυβώδες και παρατεταμένο γέλιο, όπως κατά τον ποιητή τής Ιλιάδας ήταν και, το γέλιο τών θεών για τα παθήματα τού Ηφαίστουαρχ.1. (με αισχρή σημ.) αυτός που συνουσιάζεται παρά φύσιν2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμηρικόνείδος ενδυμασίας3. (το ουδ. συγκριτ. ως επίρρ.) ὁμηρικώτερονμε τρόπο που μοιάζει περισσότερο με τον τρόπο τού Ομήρου.επίρρ...ὁμηρικώς (Α)κατά τον τρόπο τού Ομήρου.
Dictionary of Greek. 2013.